Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Οι τύποι των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου

Από τα τέλη του 2ου αι. άρχισαν να κτίζονται ιδιόκτητοι χριστιανικοί ναοί. Οι χριστιανοί εκμεταλλευόμενοι τον ρωμαϊκό νόμο για τις λεγόμενες «ταφικές εταιρείες», που τους έδινε το δικαίωμα να έχουν ιδιόκτητο χώρο συνάθροισης των μελών τους και κοιμητήριο, κατάφεραν να δημιουργήσουν τους πρώτους νόμιμους ναούς τους. Το σχήμα τους ήταν απλό, επίμηκες (βασιλικές), ή ήταν κυκλικά, περίκεντρα και οκταγωνικά κτήρια (κατ'απομίμηση των ειδωλολατρικών Ηρώων προς τιμή σημαντικών ανδρών)και κατά κανόνα ήταν στραμμένοι προς την ανατολή.


Βασιλική
Μετά το τέλος των διωγμών άρχισαν να κτίζονται μεγάλοι ναοί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πρόκειται για τις περίφημες παλαιοχριστιανικές βασιλικές, οι οποίες ήταν τεράστια ορθογώνια κτίρια, χωρισμένα εσωτερικά, με σειρές από κίονες, σε κλίτη, τα οποία κυριάρχησαν τον 4ο αι.  Τα κλίτη των βασιλικών ήταν τρία, πέντε, επτά, μέχρι και εννέα και χωρίζονταν με κίονες ή πεσσούς. Το μεσαίο κλίτος ήταν το πιο ευρύχωρο και το ψηλότερο.

Οι κίονες οι οποίοι χώριζαν τα κλίτη μεταξύ τους, δεν είχαν συνήθως ραβδώσεις και κατέληγαν σε περίτεχνα κορινθιακά κιονόκρανα. Πάνω από το βόρειο και νότιο κλίτος συχνά σχηματίζονταν υπερώα (ανωδομή ) τα οποία χρησιμοποιούνταν ως γυναικωνίτες. Οι τοίχοι καλύπτονταν από λεπτά και πολύχρωμα μάρμαρα (ορθομαρμάρωση) ενώ πάνω από αυτά υπήρχαν ψηφιδωτά. Στην ανατολική άκρη του μεσαίου κλίτους βρισκόταν το Ιερό Bήμα, το οποίο καταλάμβανε το ένα τρίτο του κυρίως ναού. Χωριζόταν αρχικά από τον υπόλοιπο ναό με χαμηλό ικρίωμα (χώρισμα) το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε στο τέμπλο όπως το γνωρίζουμε σήμερα.Στο κέντρο του βρισκόταν η Αγία Τράπεζα και πίσω της ο θρόνος του επισκόπου και το σύνθρονο ,ένα βαθμιδωτό σύνολο θέσεων για τους ιερουργούς . Από το Ιερό Βήμα υπήρχε πύλη, η οποία οδηγούσε προς την κρύπτη, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα των μαρτύρων.Μεταγενέστερη εξέλιξη της κρύπτης αποτελεί η τοποθέτηση ιερών λειψάνων στη βάση της Αγίας τράπεζας, συνήθεια που διαρκεί ως τις μέρες μας.
   Ο κυρίως ναός ήταν ο χώρος των πιστών.Στο μέσο βρισκόταν ο άμβωνας, από τον οποίο διαβάζονταν τα αναγνώσματα και γινόταν το κήρυγμα. Ο δυτικός χώρος πριν τον κυρίως ναό ονομαζόταν νάρθηκας και εκεί στέκονταν οι κατηχούμενοι. Βόρεια του νάρθηκα υπήρχε το βαπτιστήριο, όπου υπήρχε σταυρωειδής δεξαμενή για το βάπτισμα, και νότια το διακονικό. Τέλος στον εξωτερικό χώρο, πριν το νάρθηκα, υπήρχε το αίθριο στο οποίο γίνονταν ορισμένες υπαίθριες τελετές. Εκεί υπήρχε δεξαμενή με νερό, όπου καθαριζόταν το ιερατείο και ο λαός.
   Η διακόσμηση των βασιλικών ήταν ανάλογη με την επιβλητικότητα και τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων αυτών. Τα πάμπολλα μνημεία που μας έχουν διασωθεί, (Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, Αχειροποίητος, Ραβέννα, Άγιος Απολλινάριος ο νέος κλπ.) δίνουν σαφή εικόνα για την λαμπρότητα αυτών. Εντυπωσιακά είναι τα ψηφιδωτά των τοίχων και των δαπέδων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα υπέροχα ψηφιδωτά της Ραβέννας και της Θεσσαλονίκης.
Ως προς την τυπολογία της βασιλικής μπορούμε να παρατηρήσουμε 2 τύπους. Την ελληνιστικού τύπου  ξυλόστεγη βασιλική και την ανατολικού τύπου καμαροσκέπαστη βασιλική. Η ελληνιστική βασιλική είχε δίρριχτη ξυλόστεγη στέγη, η οποία στο μεσαίο κλίτος υπερυψωνόταν δημιουργώντας μέσω των παραθύρων, που τοποθετούνταν στο υπερυψωμένο σημείο, ένα είδος φωταγωγού. Στην ανατολικού τύπου βασιλική τα κλίτη καλύπτονταν από ισοϋψείς ημικυλινδρικές καμάρες παράλληλες στον κατά μήκος άξονα.


Περίκεντρα ή ροτόντα

Mια ιδιαίτερη κατηγορία ναών υπήρξαν τα περίκεντρα, δηλαδή  κυκλικά, πολυγωνικά,   τρίκογχα ή τετράκογχα  κτήρια, ελεύθερα ή εγγεγραμμένα σε τετράγωνο ή  σε πολυγωνικό σχήμα. Ήταν οικοδομήματα που  χαρακτηρίζονται από μία ομοιόμορφη διάταξη γύρω από ένα κέντρο, και τα οποία είχαν ως πρότυπο τα αντίστοιχα της ρωμαϊκής εποχής, που  χρησιμοποιήθηκαν ως ναοί ή ταφικά μνημεία. Αρκετά ρωμαϊκά οικοδομήματα μάλιστα, αργότερα  μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς ή Βαπτιστήρια, όπως για παράδειγμα συνέβη με το Μνημείο του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη.

Ο ναός του Αγίου Σέργιου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη



Ο ναός είναι κτίσμα του Ιουστινιανού. Ο ναός αυτός μνημονεύεται στο βίο του Αγίου Θεοφάνη, κλεισμένου «εν τη μονή Ορμίσδου, Σεργίου και Βάκχου, τη παρακειμένη τω παλατίω». Στην μονή αυτή εχρημάτισε ηγούμενος ο εικονομάχος πατριάρχης Ιγνάτιος επί της βασιλείας του Μιχαήλ γιου του Θεόφιλου, τον οποίο ο Κεδρηνός καλεί «δράκοντα εν εκκλησία φωλεύσαντα». Ηγούμενος της μονής αυτής ήταν και ο Μεθόδιος, ο πατριαρχεύσας επί της αναστηλώσεως των εικόνων. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δουκάγγιου, φαίνεται ότι στην εκκλησία αυτή λειτούργησαν οι πρεσβευτές του Πάπα. Ο Πάπας Βιγίλιος, ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, και φοβούμενος την οργή του Ιουστινιανού, διότι αφόρισε τον πατριάρχη Μηνά, κατέφυγε εν είδη ασύλου στην μονή αυτή. Η μονή όμως δεν είχε παραχωρηθεί ποτέ στους Λατίνους, απλά τους επέτρεπαν την λειτουργία. Στον ναό αυτό εκκλησιάζονταν ο βασιλέας μετά πομπής την τρίτη ημέρα της Διακαινησίμου. Ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος, λίγα έτη μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, από κάποιον Αγά ονόματι Χουσεΐν, τον οποίον αποκεφάλισε ο Σουλτάν Βεϊεζήδ, γιος του κατακτητή. Το όνομα του τζαμιού είναι Κιουτσούκ Αγιασοφιά μεταφράζεται ως Μικρή Αγία Σοφία).
Η αρχιτεκτονική μορφή του ναού

Η κάτοψη του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου είναι εξωτερικά ορθογώνια και εσωτερικά οκταγωνική, ενώ ο ναός καλύπτεται με μεγάλο τρούλο. Ως προς την αρχιτεκτονική του, θυμίζει τρεις άλλους ναούς που επίσης κατασκευάστηκαν την Ιουστινιάνεια περίοδο:  τον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβέννα, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έβδομον (το σημερινό Bakirköy, περιοχή της Κωνσταντινούπολης) και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ του Ανάπλου (στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, το σημερινό Arnavutköy).
Ο τρουλαίος οκταγωνικός σηκός περιβάλλεται στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά από συνεχές 
διώροφο περίστωο. Ο τρούλος, ο οποίος αποτελείται από δεκαέξι πλευρές με οκτώ παράθυρα, βαίνει σε οκτώ ευρέα τόξα που στηρίζονται σε οκτώ ογκώδεις πεσσούς, οι οποίοι σχηματίζουν ένα οκτάγωνο. Τα διαστήματα μεταξύ των πεσσών καταλαμβάνονται από είκοσι οκτώ μαρμάρινους κίονες, από δύο σε κάθε «πλευρά» του οκταγώνου –με εξαίρεση το χώρο του ιερού–, διατεταγμένους στους δύο ορόφους. Οι κίονες του υπερώου ενώνονται με μικρές αψίδες, ενώ αυτοί του ισογείου με επιστύλιο. Οι κίονες στις τέσσερις γωνίες του ναού είναι έτσι τοποθετημένοι ώστε να διαμορφώνουν τις ημικυκλικές κόγχες που στέφονται με ημιθόλια στο επίπεδο των υπερώων. Στα δυτικά, το περίστωο συναντά το διώροφο νάρθηκα, που χωρίζεται μόνο από μια σειρά κιόνων και πεσσών. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ο νάρθηκας είναι μεταγενέστερη προσθήκη (πιθανότατα όμως χρονολογείται κι αυτός στον 6ο αιώνα, κρίνοντας από την αμιγή οπτοπλινθοδομή).
Αρχικά υπήρχαν τριπλά τοξωτά παράθυρα για το φωτισμό του περιστώου και του υπερώου. Μόνο το χαμηλότερο τριπλό παράθυρο στη μέση του νότιου τοίχου του ναού σώζεται ακόμα σχεδόν άθικτο. Οι κίονές του δείχνουν ότι κάποτε τα παράθυρα είχαν προσαρτημένα πλαίσια. Οι κίονες και τα κιονόκρανα του νότιου ανώτερου παραθύρου αντικαταστάθηκαν στη Βυζαντινή περίοδο, αλλά η αρχική όψη εκείνου του τμήματος του υπερώου δεν έχει αλλάξει πολύ από τον 6ο αιώνα (όμως, έχει υποστεί σοβαρές αλλαγές η εξωτερική όψη της νότιας πλευράς). Από την άλλη, τα τριπλά παράθυρα στο βόρειο τοίχο έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Το ανώτερο βόρειο τριπλό παράθυρο δεν είναι πλέον ορατό από το εσωτερικό της εκκλησίας αλλά τα κατάλοιπά του διακρίνονται ακόμα στην εξωτερική όψη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί μέχρι πρόσφατα για το χαμηλότερο βόρειο τριπλό παράθυρο. Εντούτοις, οι εργασίες αναστήλωσης του κτηρίου, που ολοκληρώθηκαν το 2006, αποκάλυψαν τμήματα κιόνων που ανήκουν σε αυτό. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω εργασιών αναστήλωσης, ένα μαρμάρινο δάπεδο της Βυζαντινής περιόδου βρέθηκε στη νοτιοανατολική γωνία του ναού. Αποφασίστηκε να είναι ορατό για τους επισκέπτες και καλύπτεται μόνο με γυαλί.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η νότια πλευρά της εκκλησίας υπέστη ριζικές αλλαγές στη Βυζαντινή περίοδο. Η νότια πλευρά του κτηρίου αποτελείται από δύο παράλληλους τοίχους που συνδέονται μεταξύ τους. Ο εσωτερικός τοίχος ανήκει στον αρχικό ιουστινιάνειο ναό. Ο εξωτερικός τοίχος, μέρος του οποίου είναι οι ογκώδεις αντηρίδες που συνδέουν τους δύο νότιους τοίχους, χτίστηκε αργότερα από το κύριο σώμα του ναού, ενδεχομένως μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα, κρίνοντας από την τοιχοδομία (από εναλλασσόμενες ζώνες οπτοπλίνθων και λίθων, ενώ ο ιουστινιάνειος ναός έχει καθαρή οπτοπλινθοδομή). Η πρόσοψη διαρθρώνεται με τρεις ευρείες πλίνθινες αψίδες στο επίπεδο του ισογείου (αρχικά αποτελούσαν τμήμα μιας τοξοστοιχίας που σήμερα είναι κλεισμένη), πάνω από τις οποίες υψώνονται κεντροθετημένες μικρότερες αψίδες στο επίπεδο των υπερώων (από αυτές σώζονται μόνο αποσπασματικά κατάλοιπα). Ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου επισκευάστηκε από το Βασίλειο Α΄ (867-886) (πιθανότατα μετά το σεισμό του 869) και μπορεί να υποτεθεί ότι ο νότιος εξωτερικός τοίχος χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.
                     
                                                      Τρισδιάσταστη Αποκατάσταση 

                                                  Κάτοψη του ναού



Αρχιτεκτονική σύντηξη του οκτάγωνου με τον βασιλικό ρυθμό. Άποψη του εσωτερικού από την βορειοδυτική γωνία.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Το Ερέχθειο

 Το ανατολικό τμήμα ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Αθηνάς Πολιάδας. Η είσοδος γινόταν από μια εξάστυλη ιωνική στοά. (Ο έκτος κίονας, ο βορειότερος -δεξιά στη φωτογραφία- έχει απαχθεί από τον Έλγιν και σήμερα βρίσκεται στο βρετανικό μουσείο.) Το ύψος των κιόνων είναι 6,586 μ.
Εδώ βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς, το άγιον βρέτας ή έδος ή είδωλον ή ακόμη και ξόανον, αλλά και άγαλμα των πηγών. Σύμφωνα πάλι με κάποιες πηγές το άγαλμα ήταν διιπετές, δηλαδή είχε πέσει από τον ουρανό. Φυσικά, υπάρχει και η άποψη ότι το άγαλμα της θεάς το έφερε ο Εριχθόνιος. Σύμφωνα με τη Μαρία Μπρούσκαρη, η απουσία περιγραφής τους αγάλματος μας οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν είχε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Από τις έμμεσες μαρτυρίες (επιγραφικές, νομισματικές κ.ά.) μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν από ξύλο ελιάς, με στεφάνι στο κεφάλι, ενώτια (σκουλαρίκια) στα αυτιά, περιδέραιο στο λαιμό, χρυσή αιγίδα, χρυσό γοργόνειο στο στήθος, ενώ στο χέρι πρέπει να κρατούσε φιάλη· κάπου πρέπει να υπήρχε και μια χρυσή γλαύκα. Γι' αυτό το άγαλμα ύφαιναν οι Αθηναίες (Αρρηφόρες) τον πέπλο και σ' αυτό απευθυνόταν η γιορτή των Παναθηναίων. Εμπρός από το άγαλμα έκαιγε ένα χρυσό λυχνάρι, που το τροφοδοτούσαν με λάδι μόνο μια φορά το χρόνο, έργο του Καλλίμαχου. Από τον Παυσανία (1, 26, 7) μαθαίνουμε ότι πάνω από το λυχνάρι υπήρχε ένας χάλκινος φοίνικας, ως την κορυφή του κτιρίου, για να "ανασπά την ατμίδα".
Περνώντας από την κιονοστοιχία του προδρόμου υπήρχε ο σηκός. Η κύρια θύρα είχε πλάτος 2,70 μ., ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχε από ένα παράθυρο. Η διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου παραμένει άγνωστη· κάποια λείψανα θεμελίων που σώζονται και τα οποία υποδηλώνουν διαίρεση του χώρου σε τρία κλίτη, ανήκουν σε μεταγενέστερες επεμβάσεις.
           


Το βορινό πρόπυλο (η πρόστασις η προς του θυρώματος)
Το βορινό πρόπυλο (ή πρόστασις ή προς του θυρώματος) στηρίζεται σε έξι υψηλούς ιωνικού ρυθμού κίονες σε διάταξη σχήματος Π. Οι κίονες έχουν μια μικρή κλίση, όπως και ένταση και μείωση, αν και λιγότερο αισθητές από του Παρθενώνα. Το ύψος τους φτάνει τα 7,635 μ. 

Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ο πλούτος της διακόσμησης. Ο άβακας του κιονόκρανου είναι διακοσμημένος με ιωνικό κυμάτιο, ο εχίνος με πλοχμό και ιωνικό κυμάτιο, το υποτραχήλιο (κάτω από τον εχίνο) με μια ταινία με περίτεχνο ανάγλυφο ανθέμιο.


Στο δάπεδο αριστερά, πριν φτάσει κανείς στη μεγάλη θύρα, στο σημείο όπου λείπουν οι μαρμάρινες
πλάκες,διακρίνονται κάποια λαξεύματα στο βράχο.  Τα λαξεύματα αυτά προκλήθηκαν από την
τρίαινα του Ποσειδώνα κατά τη διεκδίκηση της ονομασίας της πόλης στη φιλονικία του με
την Αθηνά. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη όμως, προκλήθηκαν από τον κεραυνό του Δία, 
με τον οποίο σκότωσε τον Ερεχθέα. Έτσι δικαιολογείται και το άνοιγμα της οροφής του προστύλου. 
(Δες παρακάτω) Σ' αυτό το σημείο, συνεπώς, βρισκόταν και ο τάφος του Ερεχθέα. Αυτός άλλωστε
ήταν και ο λόγος που το πρόπυλο έτυχε τόσο λαμπρής διακόσμησης. 
 Η οροφή του προπύλου, που ένα μέρος της προέρχεται από την επισκευή 
των ρωμαϊκών χρόνων, έχει φατνώματα, που άλλοτε ήταν πολύχρωμα. Με τα
χρώματα και τα μεταλλικά κοσμήματά τους τα φατνώματα ανέδιδαν άλλοτε
μια φαντασμαγορική λάμψη.Όπως είχε μείνει ανοιχτό το σημείο του δαπέδου, 
έτσι είχε μείνει ανοιχτή και η οροφή του προπύλου, για να δηλωθεί η κατεύθυνση 
του του κεραυνού του Δία ή της τρίαινας του Ποσειδώνα. Επίσης το σημείο
θεωρούνταν ιερό και δεν έπρεπε να κλείσει.


undefined

Καταστόλιστη ήταν και η θύρα που οδηγούσε στον πρόδομο του δυτικού τμήματος 
του Ερεχθείου, της οποίας το αρχικό ύψος ήταν 4,88 μ. και το πλάτος 2,43 μ. Ένα
μέρος του περιθυρώματος με τη διακόσμησή του προέρχεται από μια επισκευή,
που έγινε στο κτίριο μετά από σοβαρή ζημιά εξαιτίας της πυρκαγιάς του 1ου αιώνα π.Χ.
Η μικρή είσοδος που διακρίνεται δεξιά της θύρας οδηγούσε στο Πανδρόσειο, που
γειτόνευε στα δυτικά με το Ερεχθείο.

                               Το νότιο τμήμα του ναού, H πρόστασις των Κορών






Έξι κόρες σε διάταξη σχήματος Π πατούν σε ένα πόδιον ύψους 1.77 μ. και στηρίζουν την οροφή της πρόστασης με το κεφάλι τους, μέσω ενός αρχιτεκτονικού μέλους που μοιάζει με καλαθόσχημο κιονόκρανο στολισμένο με ωά (αυγά).
Στην αρχή τα αγάλματα αυτά ονομάζονταν απλώς Κόρες. Η ονομασία Καρυάτιδες δόθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους. Σύμφωνα με το ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο παρίσταναν τις γυναίκες της λακωνικής πόλης Καρυών, που είχε μηδίσει κατά τους περσικούς πολέμου και τιμωρήθηκε με φόνο των ανδρών της και αιχμαλωσία των γυναικών της. Το πιθανότερο είναι όμως ότι οι Κόρες ταυτίστηκαν με τις Καρυάτιδες παρθένες, οι οποίες τελούσαν στην πατρίδα τους γνωστούς χορούς προς τιμή της Καρυάτιδας Αρτέμιδος. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι απεικονίζουν τις Κεκροπίδες, τις τρεις κόρες του Κέκροπα, την Έρση, την Άγραυλο και την Πάνδροσο.



Οι έξι κόρες έχουν λυγισμένο το ένα πόδι, αυτό προς τον κεντρικό άξονα (ή πιο απλά οι τρεις 
αριστερές το δεξί πόδι και οι τρεις δεξιές το αριστερό πόδι). Φορούν ένα δωρικό πέπλο που
σχηματίζει πτυχές ανάμεσα στα στήθη και καθώς κυλά προς τα πόδια.
Τα μαλλιά τους είναι μακριά, χτενισμένα προς τα πίσω και δεμένα χαλαρά. Οι βραχίονες 
λείπουν από όλες. Σύμφωνα με ρωμαϊκά αντίγραφα στο Τίβολι το ένα χέρι κρατούσε την
άκρη του ρούχου και το άλλο μια φιάλη. Οι Καρυάτιδες σήμερα βρίσκονται στο 
 Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, εκτός από τη δεύτερη από αριστερά η οποία είχε απαχθεί από το λόρδο Έλγιν και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.


Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Ο Παρθενώνας

Ο Παρθενώνας χτίστηκε πάνω σε προηγούμενο ναό της Αθηνάς, ο οποίος καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων. Πιο αναλυτικά, πιστεύεται πως υπήρχε από τα Γεωμετρικά χρόνια (7ος αι. π.Χ.) στη θέση που κτίστηκε ο Παρθενώνας ένας ναός πλίνθινος πάνω σε λίθινα θεμέλια. Τον 6ο αι. π.Χ. κτίστηκε ένας πώρινος ναός που διακοσμήθηκε με εναέτια γλυπτά που εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης, (λέοντες και ο Ηρακλής με τον Τρίτωνα). Μετά τη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. άρχισε να κτίζεται ένας μαρμάρινος ναός γύρω από τον πώρινο, ο οποίος όμως καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Στη θέση του ναού αυτού οικοδομήθηκε ο Παρθενώνας.

Αρχιτεκτονικά στοιχεία
Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης ως αρχιτέκτονες και ο γλύπτης Φειδίας καθώς και μαθητές του, όπως ο Αλκαμένης, ο Καλλίμαχος. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη που κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο...
Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή. Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.
Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Αθηνών.Είχε 160 μήκος και σχεδόν ένα μέτρο πλάτος.Υπάρχουν ενδείξεις πως η ζωφόρος ολοκληρώθηκε αφού οι λίθοι που την αποτελούσαν είχαν υψωθεί στο κτίριο. Αν και η ζωφόρος λαξεύθηκε από ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών, το συνολικό σχέδιο είχε εκπονηθεί από ένα μόνο καλλιτέχνη. Το όνομα αυτό δεν είναι γνωστό αλλά υποθέτουμε πως είναι ο Φειδίας ή ένας από τους μαθητές του. Το θέμα της ζωφόρου είναι πρωτοποριακό, γιατί δεν διηγείται ένα μυθολογικό αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Είναι η στιγμή της πομπής και της παράδοσης του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά.. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου φαίνεται η ετοιμασία στον Κεραμεικό. Στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του ναού παριστάνονταν η Αθηνά, ο Ζευς, η Ήρα και άλλοι θεοί, που ήρθαν να πάρουν μέρος στην πομπή και ανάμεσά τους εμφανίζεται παιδί που παραδίνει στον ιερέα τον πέπλο. Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, 200 μορφές ζώων, όπως πρόβατα, βόδια και άλογα. Η μεγάλη ποικιλία των παρισταμένων, η θελκτική σεμνότητα των παρθένων, η ελεύθερη και αβίαστη στάση των συνδιαλεγομένων ανδρών, η ζωηρότητα των αλόγων, η δύναμη των δυστροπούντων βοδιών και τέλος η χάρη όλων των μορφών και των κινήσεων καθιστούν τη ζωφόρο, όχι μόνο αυθεντική ταινία της θρησκευτικής πομπής των Παναθηναίων και διαρκές μνημείο της δόξας των Αθηνών αλλά και αριστουργηματικό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη του Παρθενώνα. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου, που απεικονίζονται οι σκηνές προετοιμασίας, υπάρχει μία πλάκα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένα άλογο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι εξαιρετικά λεπτομερή και πιστεύεται ότι η πλάκα αυτή είναι έργο του ίδιου του Φειδία. Στη βόρεια πλευρά παρουσιάζονται μορφές όπως οι αποβάτες, οι μουσικοί, οι σκαφηφόροι, οι θαλλοφόροι, οι κανηφόροι και οι υδριαφόροι.

Στο ανατολικό αέτωμα, πάνω από την είσοδο, παρουσιάζονταν η γέννηση της Αθηνάς.Στο δυτικό αέτωμα,αυτό που ήταν ορατό από τα Προπύλαια βρισκόταν η διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της αττικής γης.Η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς και ο Ποσειδώνας έκανε να αναβλύσει θαλασσινό νερό από τον βράχο. Άνθρωποι και θεοί αποφάσισαν πως η Αθηνά είχε κάνει το καλύτερο δώρο και έτσι έγινε αυτή η προστάτιδα θεά της πόλης.
Στο εσωτερικό υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π», που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλες ξύλινες δοκούς.

Παρθενώνας, δυτική πλευρά
Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια· μολονότι ο ναός αυτός ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8x17 κίονες, αντί για 6x13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του.
Στη φήμη του ναού συνέτειναν και οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Η ένταση των κιόνων (ένα ανεπαίσθητο «φούσκωμα» στο μεσαίο τμήμα τους) απέδιδε οπτικά το γεγονός ότι οι κίονες σήκωναν μεγάλο βάρος. Οι αναρίθμητες αυτές λεπτότητες σχεδιάστηκαν με μεγαλοφυή τρόπο και εκτελέστηκαν με απαράμιλλη μαθηματική ακρίβεια.

H κάτοψη του Παρθενώνα
 Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σελίδα στο διαδίκτυο για τη μελέτη του Παρθενώνα είναι το http://www.parthenonfrieze.gr/#/home με ψηφιακές αποκαταστάσεις και απεικονίσεις των επιμέρους μερών του ναού.

 Μια πρόταση αποκατάστασης του Παρθενώνα, στην οποία οι μελετητές υποθέτουν πως τα γλυπτά του Παρθενώνα ήταν ζωγραφισμένα και όχι με το απλό, λευκό χρώμα του μαρμάρου

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Συντομη ιστορια του Παρθενωνα

Στο παρακάτω βίντεο παρουσιάζεται σε συντομη ψηφιακή μορφή η ιστορία του Παρθενώνα από τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. Το βίντεο αυτό προβάλλεται στις οθόνες του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Οι στίχοι που ακούγονται στο τέλος είναι από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα "η κατάρα της Αθήνας".



Αρχιτεκτονικά μέρη ελληνικού ναού

Περιγραφή του "κάτω τμήματος" ενός ναού 

Επάνω από τα θεμέλια το διαμορφωμένο δάπεδο με τις μεγάλες πλάκες χωρίς ιδιαίτερη υποδομή ονομάζεται στερεοβάτης. Οι λίθοι του στερεοβάτη συνήθως τοποθετημένοι με τη μεγαλύτερη διάσταση τους κατά πλάτος καταλήγουν σε μία ανώτατη επιφάνεια με περισσότερο επιμελημένη κατασκευή, την ευθυντηρία. Επάνω από την ευθυντηρία και τελείως ορατή, δηλαδή επάνω από τη γραμμή του εδάφους σχηματίζεται η κρηπίδα, η βάση δηλαδή του κτιρίου με τη μορφή βαθμίδων. Οι βαθμίδες της κρηπίδας μπορούσαν να είναι από μία μέχρι τέσσερις (συνήθως όμως είναι τρεις), ενώ η ανώτερη από αυτές αποτελεί το στυλοβάτη, την επιφάνεια δηλαδή επάνω στην οποία πατούν οι κίονες και ο οποίος έχει λίγο μεγαλύτερο ύψος από τις άλλες βαθμίδες της κρηπίδας. Η κρηπίδα στους ναούς και τα άλλα αντίστοιχα κτίρια δεν είχε χρηστική σκοπιμότητα, δεν χρησιμοποιούνταν δηλαδή για να ανεβαίνει κανείς από αυτή στο κτίριο, αλλά καθαρά για λόγους προβολής του κτιρίου και τονισμού της μνημειακότητάς του. Η άνοδος στο κτίριο αντίθετα γινόταν με ιδιαίτερα σκαλοπάτια, τους αναβαθμούς, μπροστά στην είσοδο ή μέσω ενός κεκλιμένου επιπέδου, της αναβάθρας.  Οι κίονες του στυλοβάτη πατούσαν συνήθως σε ολόκληρο λίθο και σπανιότερα σε δύο λίθους συγχρόνως. Χαρακτηριστικό στοιχείο της κρηπίδας ήταν η καμπυλότητά της, με τις επιφάνειες των αναβαθμών να παρουσιάζουν κυρτότητα στο μέσον περίπου της κάθε πλευράς. Η καμπυλότητα αυτή είναι πλήρως εντεταγμένη σε ένα γενικότερο πλαίσιο οπτικών αποκλίσεων από τους οριζόντιους και κάθετους άξονες.

Κιονοστοιχία

Επάνω στο στυλοβάτη των ναών, σε καθορισμένες θέσεις, στήνονται οι κίονες. Οι κίονες αποτελούνται από τρία μέρη: τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο. Βασική διαφορά μεταξύ του ιωνικού και του δωρικου ρυθμού είναι ότι ο ιωνικός κίονας έχει βάση, ενώ ο δωρικός δεν έχει με αποτέλεσμα να πατά κατευθείαν επάνω στο στυλοβάτη. Ο κορμός του κίονα υπάρχει περίπτωση να είναι μονολιθικός ή να αποτελείται από πολλά επιμέρους κομμάτια, τους σφονδύλους.   Οι σφόνδυλοι προσαρμόζονταν προσεκτικά ο ένας επάνω στον άλλο με τη χρήση της λείανσης και της αναθύρωσης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η απόλυτη σταθερότητά τους, παράλληλα με τη χρήση γόμφων, με πόλο και εμπόλιο. Οι σφόνδυλοι τοποθετούνταν επάνω στον κίονα σε ημιτελή κατάσταση μαζί με τους αγκώνες, ενώ όταν έπρεπε να ραβδωθούν, οι ραβδώσεις παράγονταν στον κατώτερο σφόνδυλο και στο υποτραχύλιο του κιονοκράνου ώστε να μπορέσει με βάση αυτό να γίνει διαδοχικά η περαιτέρω επεξεργασία του κορμού.   Χαρακτηριστικό στοιχείο του κορμού του κίονα ήταν η μείωση, η ελάττωση δηλαδή της διαμέτρου του από κάτω προς τα πάνω και η ένταση, η ελαφρά δηλαδή εξόγκωσή του ώστε οι γενέτειρές του να γίνονται ελαφρά κυρτές. Οι ραβδώσεις είναι κοίλης τομής. Στο δωρικό ρυθμό σχηματίζουν μεταξύ τους οξείες ακμές, ενώ στο δωρικό επίπεδες. Στους δωρικούς κίονες είναι συνήθως 20, ενώ η σημασία τους από μορφολογικής άποψης είναι σημαντικότατη, καθώς τονίζει το κυκλικό σχήμα του κίονα και δημιουργεί διαδοχικές φωτοσκιάσεις στα φέροντα μέλη.
Το κιονόκρανο του κίονα, το στοιχείο αυτό που μεταβιβάζει τα υπερκείμενα φορτία στον κατακόρυφο κορμό, στους δωρικούς ναούς αποτελείται από τον άβακα, μία πλάκα τετράγωνη στο άνω μέρος, τον εχίνο σε σχήμα στερεού εκ περιστροφής με χαρακτηριστική καμπύλη διατομή και χαμηλότερα το υποτραχήλιο το οποίο χωρίζεται από τον κορμό του κίονα με τους δακτυλίους. Μεταξύ εχίνου και υποτραχηλίου βρίσκονται οι ιμάντες, από δύο μέχρι τέσσερις στον αριθμό. Αντίστοιχα στον ιωνικό ρυθμό έχουμε στους κίονες βάση και στα κιονόκρανα εχίνο, έλικες και άβακα, ενώ συχνά διαμορφώνεται και υποτραχήλιο. Οι πλάγιες πλευρές των ελίκων διαμορφώνονται με προσκεφάλαια. Τα κιονόκρανα γομφώνονται με τους κορμούς των κιόνων με τον τρόπο που συναρμόζονται και οι σφόνδυλοι. Σε αντίθεση με τους σφονδύλους τα κιονόκρανα κατά κύριο λόγο ήταν εντελώς επεξεργασμένα κατά την τοποθέτησή τους.

Ανωδομή

Επάνω από τους κίονες των κτιρίων αναπτύσσεται το επιστύλιο. Το αρχιτεκτονικό αυτό μέλος του κτιρίου δεχόταν το μεγαλύτερο βάρος και έμενε αδιακόσμητο.   Για τη μείωση του βάρους τους, τα επιστύλια διαμορφώνονται με παράλληλα τοποθετημένες δοκούς κατά πλάτος με πλαϊνές μεταξύ τους αναθυρώσεις. Στις γωνίες οι άκρες των επιστυλίων συνάπτονται με συνδέσμους. Στους δωρικούς ναούς στο επάνω μέρος των επιστυλίων διαμορφώνεται μία συνεχής προς τα έξω ταινία, συνήθως με διακόσμηση γραπτού μαιάνδρου, ενώ κατά διαστήματα κάτω από την ταινία αναπτύσσονται μικρά ευθύγραμμα στοιχεία, οι κανόνες οι οποίοι έχουν πλάτος όσο και τα τρίγλυφα, ενώ κάτω από τους κανόνες κρέμονται έξι κουλουροκωνικά μικρότερα στοιχεία, οι σταγόνες. Η δωρική ζωφόρος που περιτρέχει όλο το κτίσμα επάνω από το επιστύλιο, αποτελείται από δύο εναλλασσόμενα μεταξύ τους μέλη, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Τα τρίγλυφα αποτελούνται από τρία κάθετα στοιχεία, τους μηρούς που χωρίζονται από δύο γλυφές, ενώ δύο ημιγλυφές σχηματίζονται στις άκρες δεξιά και αριστερά. Στο επάνω μέρος κάθε τριγλύφου αναπτύσσεται μία ταινία που εξέχει ελάχιστα, η κεφαλή. Οι μετόπες είναι αυτόνομες πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση και φέρουν επίσης ταινία που λέγεται κεφαλή. Το γείσοπρομόχθους, οι οποίες φέρουν επίσης σταγόνες. Οι πρόμοχθοι έχουν πλάτος όσο και τα τρίγλυφα, ενώ μία πρόμοχθος αντιστοιχεί σε κάθε τρίγλυφο και κάθε μετόπη. Ο αριθμός των σταγόνων σε κάθε πρόμοχθο φτάνει τις 18, από 6 προμόχθους σε 3 σειρές. Στο βάθος πίσω από τις προμόχθους αναπτύσσεται κυμάτιο ιωνικό ή λέσβιο. Αυτά τα στοιχεία της ανωδομής, το επιστύλιο, η ζωφόρος και το γείσο αποτελούν το λεγόμενο θριγκό του κτιρίου. προεξέχει σημαντικά επάνω από τη ζωφόρο για να προστατεύει τα υποκείμενα μέλη και έχει συνολικό ύψος περίπου το μισό του ύψους της ζωφόρου. Η άνω επιφάνεια του γείσου στις μακρές πλευρές παίρνει ενίοτε την κλίση της στέγης. Το γείσο αποτελείται από ένα συνεχές κατακόρυφο μέτωπο και στην κάτω επιφάνεια φέρει κεκλιμένες πλάκες, σχήματος ορθογωνίου, τις
Το ιωνικό επιστύλιο επίσης διαμορφώνεται με τρεις οριζόντιες ταινίες. Ακολουθεί η ζωφόρος η οποία είναι συνεχής και διακοσμείται με γλυπτά. Το γείσο, απλούστερο δε φέρει προμόχθους και σταγόνες αλλά κατά περίπτωση διακοσμείται με σειρά οδόντων.
Πάνω από το οριζόντιο γείσο των προσόψεων διαμορφώνονται τα δύο τριγωνικά αετώματα, το βάθος των οποίων αποτελεί το λεγόμενο τύμπανο, ενώ οι κεκλιμένες πλευρές τους διαμορφώνονται με τα καταέτια γείσα, λίγο ψηλότερα από τα οποία βρίσκεται η σίμη η οποία εμποδίζει τα νερά της στέγης να υπερχειλίζουν προς την πλευρά των αετωμάτων. Τα αετώματα στο εσωτερικό τους φέρουν γλυπτικές συνθέσεις, ενώ στις τρεις γωνίες τους στολίζονται με τα ακρωτήρια.
Μερικά εργαστήρια διακοσμούσαν τους λίθους μετά την τοποθέτησή τους - in situ - ενώ κάποια άλλα τους τοποθετούσαν στην εντέλεια δουλεμένους. Εκτός πάντως από τις έδρες και τις επιφάνειες επαφής, τελείως επεξεργασμένες ήταν εκείνες οι επιφάνειες ή εκείνα τα τμήματα των οποίων η κατάλληλη επεξεργασία δεν μπορούσε να γίνει μετά την τοποθέτηση, όπως για παράδειγμα τα προφίλ των βάσεων. Αυτά λοιπόν τα τμήματα τοποθετούνταν τελειωμένα επάνω στο οικοδόμημα και περιτειχίζονταν με ωμόπλινθους ή επενδύονταν με ξύλο, ώστε να διασφαλίζονται από τα πιθανά χτυπήματα κατά τη διάρκεια των εργασιών της οικοδόμησης. Η τελική επεξεργασία των μεγάλων επιφανειών γινόταν με τη λεπτή, οδοντωτή σμίλη, ενώ σε κτίρια κλασικής εποχής ξέρουμε ότι οι επιφάνειες λειαίνονταν με μία λεπτή ράσπα ή σμιρίδα από μία ειδική ομάδα εργασίας.   Σ' αυτή τη φάση γινόταν και η τελική αρχιτεκτονική διακόσμηση. Σε περίπτωση ατυχήματος ή αποκάλυψης κάποιου ελαττώματος, στο σημείο φθοράς τοποθετούνταν ένθετα κομμάτια με μικρούς γόμφους ή λεπτό ασβεστοκονίαμα.

Σηκός

Πίσω από το εξωτερικό πτερό του ναού διαμορφώνονταν το εσωτερικό του ναού, ο σηκός. Οι τοίχοι του σηκού έχουν και αυτοί υποθεμελιώσεις που καταλήγουν και αυτοί σε ευθυντηρία επάνω στην οποία πατά ο τοιχοβάτης, ισχυρή στρώση ανάλογη με τον στυλοβάτη, επάνω στον οποίο ανυψώνεται ο τοίχος. Στο κατώτερο μέρος των τοίχων των κλασικών χρόνων έχουμε τους ορθοστάτες, δύο μεγάλους λίθους λίγα χιλιοστά παχύτερους από τον κυρίως τοίχο. Οι τοίχοι διαμορφώνονται με βάση το ισόδομο σύστημα με παρεμβολή διατόνων λίθων που πιάνουν όλο το πάχος του τοίχου. Στα άκρα των τοίχων του σηκού διαμορφώνονται οι παραστάδες, μικρές διαπλατύνσεις των τοίχων προς το εσωτερικό, που επιστέφονται στο ύψος των κιονοκράνων με τα επίκρανα. Οι παραστάδες έχουν κορμό που ακολουθεί τη διαίρεση των δόμων των τοίχων, ενώ το επίκρανό τους δεν έχει σταθερή μορφή και διακοσμείται πάντα με κυμάτια.
Για τη διαμόρφωση της οροφής του περιμετρικού πτερού όταν το άνοιγμα ήταν μικρό, απλές μονοκόμματες πλάκες εδραζόμενες στους θράνους γεφύρωναν το κενό και στέγαζαν το πτερό. Όταν όμως το άνοιγμα ήταν μεγαλύτερο παρεμβάλλονταν μαρμάρινες δοκοί οι οποίες πατούσαν επίσης στο θράνο και τα μεταξύ τους διαστήματα γεφυρώνονταν με τις πλάκες καλύψεως, τα λεγόμενα φατνώματα. Η στέγη των αρχαίων ναών ήταν κατά κύριο λόγο ξύλινη, με κεραμίδια πήλινα ή σε πιο ακριβές κατασκευές μαρμάρινα.

Στέγαση

Η κάλυψη των αρχαίων ναών ήταν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο. Οι οροφές ήταν αρχικά από ξύλο με δοκούς ορατές από κάτω επάνω στις οποίες καρφώνονταν σανίδες ή μικρότερες δοκίδες που άφηναν μεταξύ τους ορθογώνια κενά, τα οποία καλύπτονταν με σανίδες διαμορφώνοντας ορθογώνιες εσοχές, τα φατνώματα. Τα αρμοκάλυπτρα που τοποθετούνταν στη συμβολή δοκών και επικείμενων σανίδων πήραν τη μορφή ιωνικών κυματίων. Έτσι προέκυψε η μορφή της οροφής με δοκούς και φατνωματικές πλάκες που είναι ιδιαίτερα γνωστή από τις μαρμάρινες οροφές στα πτερώματα των ναών.
Η κεράμωση των ναών είχε ως βασικό στόχο της την προστασία του κτιρίου από τα νερά της βροχής. Ήταν πάντοτε προσαρμοσμένη στο σχήμα της κάτοψης του κτιρίου και στις ανάγκες απορροής του νερού.
Η στέγη των αρχαίων ναών ήταν πάντοτε απλή δίρριχτη η οποία καλύπτονταν με ένα απλό σύστημα κεραμίδων στρωτήρων - καλυπτήρων χωρίς ειδικά προβλήματα.

Εικόνες
ΙΩΝΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

01: τύμπανον
02: ακρωτήριο
03: γείσο καταέτιο
04: γείσο
07: ζωφόρος
13: επιστύλιο
14: κιονόκρανο
17: κίονας
18: αυλάκια
19: στυλοβάτης
20: κοχλίας
21: αστράγαλος
23: σπύρα
24: δακτύλιοι
 

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Τύποι αρχαίων ελληνικών ναών ως προς την κάτοψή τους (κλασικών χρόνων)


  Πυρήνας του ελληνικού ναού είναι ο σηκός, ένα κτήριο ορθογώνιας κάτοψης με είσοδο στην ανατολική στενή πλευρά,αποκλειστικά αφιερωμένος στον τιμώμενο θεό και γι' αυτό δεν επιτρεπόταν η είσοδος στο κοινό. Ο σηκός ήταν κλειστός χώρος χωρίς παράθυρα και το φως έμπαινε είσοδο.Συνθετότερα αρχιτεκτονήματα περιλαμβάνουν ένα προθάλαμο, τον πρόδομο ή πρόναο, και ένα αντίστοιχο χώρο στην αντίθετη πλευρά, που δεν επικοινωνεί με τον κυρίως ναό, τον οπισθόδομο. Ο οπισθόδομος κατείχε συχνά τη θέση του θησαυροφυλακίου και γι' αυτό συχνά κλεινόταν με κιγκλιδώματα. Ανάμεσα στον οπισθόδομο, που είναι προσβάσιμος μόνο από το εξωτερικό του ναού, και τον κυρίως ναό (ή στη θέση του οπισθόδομου), βρίσκεται συχνά ένα δωμάτιο που επικοινωνεί με τον κυρίως ναό και είναι προσβάσιμο μόνο για τους ιερείς, το άδυτον, απομονώνοντας το λατρευτικό άγαλμα που φυλάσσονταν στο άδυτο ακόμα περισσότερο από τους λατρευτές

Σειρές κιόνων, που ονομάζονται περίστασις ή πτερόν, περιβάλλουν το σηκό απ' όλες τις πλευρές. Σ' αυτή την περίπτωση ο ναός ονομάζεται περίπτερος. Αν ο ναός περιβάλλεται από διπλό πτερόν, τότε ονομάζεται δίπτερος. Κάποιοι ναοί περιβάλλονται από απλή κιονοστοιχία, που όμως έχει τοποθετηθεί σε τέτοια απόσταση από το σηκό, σαν να ήταν η εξωτερική κιονοστοιχία δίπτερου ναού. Αυτοί οι ναοί ονομάζονται ψευδοδίπτεροι. Ο διάδρομος που σχηματίζεται ανάμεσα στην κιονοστοιχία του πτερού και στους τοίχους του σηκού ονομάζεται πτέρωμα.
Κιονοστοιχίες μπορεί να υπάρχουν και στο εσωτερικό του ναού, συνήθως δύο, χωρίζοντάς τον σε τρία κλίτη, ένα πλατύτερο κεντρικό και δύο στενότερα πλευρικά. Συχνά οι εσωτερικές κιονοστοιχίες αποτελούνται από μικρούς κίονες που τοποθετούνται σε δύο επίπεδα, ώστε η μία να πατάει πάνω στην άλλη. Αυτού του είδους η κιονοστοιχία ονομάζεται δίτονη.

*  
Α: "εν παραστάσι" ναός
Β: Διπλός "εν παραστάσι"
C: Πρόστυλος ναός
D: Αμφιπρόστυλος ναός
Ε: Περίπτερος ναός
F :Θόλος(ιδιαίτερο κτίσμα κυκλικής κάτοψης)
G :Ψευδο-δίπτερος ναός