Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Ο ναός του Αγίου Σέργιου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη



Ο ναός είναι κτίσμα του Ιουστινιανού. Ο ναός αυτός μνημονεύεται στο βίο του Αγίου Θεοφάνη, κλεισμένου «εν τη μονή Ορμίσδου, Σεργίου και Βάκχου, τη παρακειμένη τω παλατίω». Στην μονή αυτή εχρημάτισε ηγούμενος ο εικονομάχος πατριάρχης Ιγνάτιος επί της βασιλείας του Μιχαήλ γιου του Θεόφιλου, τον οποίο ο Κεδρηνός καλεί «δράκοντα εν εκκλησία φωλεύσαντα». Ηγούμενος της μονής αυτής ήταν και ο Μεθόδιος, ο πατριαρχεύσας επί της αναστηλώσεως των εικόνων. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δουκάγγιου, φαίνεται ότι στην εκκλησία αυτή λειτούργησαν οι πρεσβευτές του Πάπα. Ο Πάπας Βιγίλιος, ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, και φοβούμενος την οργή του Ιουστινιανού, διότι αφόρισε τον πατριάρχη Μηνά, κατέφυγε εν είδη ασύλου στην μονή αυτή. Η μονή όμως δεν είχε παραχωρηθεί ποτέ στους Λατίνους, απλά τους επέτρεπαν την λειτουργία. Στον ναό αυτό εκκλησιάζονταν ο βασιλέας μετά πομπής την τρίτη ημέρα της Διακαινησίμου. Ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος, λίγα έτη μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, από κάποιον Αγά ονόματι Χουσεΐν, τον οποίον αποκεφάλισε ο Σουλτάν Βεϊεζήδ, γιος του κατακτητή. Το όνομα του τζαμιού είναι Κιουτσούκ Αγιασοφιά μεταφράζεται ως Μικρή Αγία Σοφία).
Η αρχιτεκτονική μορφή του ναού

Η κάτοψη του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου είναι εξωτερικά ορθογώνια και εσωτερικά οκταγωνική, ενώ ο ναός καλύπτεται με μεγάλο τρούλο. Ως προς την αρχιτεκτονική του, θυμίζει τρεις άλλους ναούς που επίσης κατασκευάστηκαν την Ιουστινιάνεια περίοδο:  τον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβέννα, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έβδομον (το σημερινό Bakirköy, περιοχή της Κωνσταντινούπολης) και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ του Ανάπλου (στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, το σημερινό Arnavutköy).
Ο τρουλαίος οκταγωνικός σηκός περιβάλλεται στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά από συνεχές 
διώροφο περίστωο. Ο τρούλος, ο οποίος αποτελείται από δεκαέξι πλευρές με οκτώ παράθυρα, βαίνει σε οκτώ ευρέα τόξα που στηρίζονται σε οκτώ ογκώδεις πεσσούς, οι οποίοι σχηματίζουν ένα οκτάγωνο. Τα διαστήματα μεταξύ των πεσσών καταλαμβάνονται από είκοσι οκτώ μαρμάρινους κίονες, από δύο σε κάθε «πλευρά» του οκταγώνου –με εξαίρεση το χώρο του ιερού–, διατεταγμένους στους δύο ορόφους. Οι κίονες του υπερώου ενώνονται με μικρές αψίδες, ενώ αυτοί του ισογείου με επιστύλιο. Οι κίονες στις τέσσερις γωνίες του ναού είναι έτσι τοποθετημένοι ώστε να διαμορφώνουν τις ημικυκλικές κόγχες που στέφονται με ημιθόλια στο επίπεδο των υπερώων. Στα δυτικά, το περίστωο συναντά το διώροφο νάρθηκα, που χωρίζεται μόνο από μια σειρά κιόνων και πεσσών. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ο νάρθηκας είναι μεταγενέστερη προσθήκη (πιθανότατα όμως χρονολογείται κι αυτός στον 6ο αιώνα, κρίνοντας από την αμιγή οπτοπλινθοδομή).
Αρχικά υπήρχαν τριπλά τοξωτά παράθυρα για το φωτισμό του περιστώου και του υπερώου. Μόνο το χαμηλότερο τριπλό παράθυρο στη μέση του νότιου τοίχου του ναού σώζεται ακόμα σχεδόν άθικτο. Οι κίονές του δείχνουν ότι κάποτε τα παράθυρα είχαν προσαρτημένα πλαίσια. Οι κίονες και τα κιονόκρανα του νότιου ανώτερου παραθύρου αντικαταστάθηκαν στη Βυζαντινή περίοδο, αλλά η αρχική όψη εκείνου του τμήματος του υπερώου δεν έχει αλλάξει πολύ από τον 6ο αιώνα (όμως, έχει υποστεί σοβαρές αλλαγές η εξωτερική όψη της νότιας πλευράς). Από την άλλη, τα τριπλά παράθυρα στο βόρειο τοίχο έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Το ανώτερο βόρειο τριπλό παράθυρο δεν είναι πλέον ορατό από το εσωτερικό της εκκλησίας αλλά τα κατάλοιπά του διακρίνονται ακόμα στην εξωτερική όψη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί μέχρι πρόσφατα για το χαμηλότερο βόρειο τριπλό παράθυρο. Εντούτοις, οι εργασίες αναστήλωσης του κτηρίου, που ολοκληρώθηκαν το 2006, αποκάλυψαν τμήματα κιόνων που ανήκουν σε αυτό. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω εργασιών αναστήλωσης, ένα μαρμάρινο δάπεδο της Βυζαντινής περιόδου βρέθηκε στη νοτιοανατολική γωνία του ναού. Αποφασίστηκε να είναι ορατό για τους επισκέπτες και καλύπτεται μόνο με γυαλί.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η νότια πλευρά της εκκλησίας υπέστη ριζικές αλλαγές στη Βυζαντινή περίοδο. Η νότια πλευρά του κτηρίου αποτελείται από δύο παράλληλους τοίχους που συνδέονται μεταξύ τους. Ο εσωτερικός τοίχος ανήκει στον αρχικό ιουστινιάνειο ναό. Ο εξωτερικός τοίχος, μέρος του οποίου είναι οι ογκώδεις αντηρίδες που συνδέουν τους δύο νότιους τοίχους, χτίστηκε αργότερα από το κύριο σώμα του ναού, ενδεχομένως μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα, κρίνοντας από την τοιχοδομία (από εναλλασσόμενες ζώνες οπτοπλίνθων και λίθων, ενώ ο ιουστινιάνειος ναός έχει καθαρή οπτοπλινθοδομή). Η πρόσοψη διαρθρώνεται με τρεις ευρείες πλίνθινες αψίδες στο επίπεδο του ισογείου (αρχικά αποτελούσαν τμήμα μιας τοξοστοιχίας που σήμερα είναι κλεισμένη), πάνω από τις οποίες υψώνονται κεντροθετημένες μικρότερες αψίδες στο επίπεδο των υπερώων (από αυτές σώζονται μόνο αποσπασματικά κατάλοιπα). Ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου επισκευάστηκε από το Βασίλειο Α΄ (867-886) (πιθανότατα μετά το σεισμό του 869) και μπορεί να υποτεθεί ότι ο νότιος εξωτερικός τοίχος χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.
                     
                                                      Τρισδιάσταστη Αποκατάσταση 

                                                  Κάτοψη του ναού



Αρχιτεκτονική σύντηξη του οκτάγωνου με τον βασιλικό ρυθμό. Άποψη του εσωτερικού από την βορειοδυτική γωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου