Περιγραφή του "κάτω τμήματος" ενός ναού
Επάνω από τα θεμέλια το διαμορφωμένο δάπεδο με τις μεγάλες πλάκες χωρίς ιδιαίτερη υποδομή ονομάζεται στερεοβάτης. Οι λίθοι του στερεοβάτη συνήθως τοποθετημένοι με τη μεγαλύτερη διάσταση τους κατά πλάτος καταλήγουν σε μία ανώτατη επιφάνεια με περισσότερο επιμελημένη κατασκευή, την ευθυντηρία. Επάνω από την ευθυντηρία και τελείως ορατή, δηλαδή επάνω από τη γραμμή του εδάφους σχηματίζεται η κρηπίδα, η βάση δηλαδή του κτιρίου με τη μορφή βαθμίδων. Οι βαθμίδες της κρηπίδας μπορούσαν να είναι από μία μέχρι τέσσερις (συνήθως όμως είναι τρεις), ενώ η ανώτερη από αυτές αποτελεί το στυλοβάτη, την επιφάνεια δηλαδή επάνω στην οποία πατούν οι κίονες και ο οποίος έχει λίγο μεγαλύτερο ύψος από τις άλλες βαθμίδες της κρηπίδας. Η κρηπίδα στους ναούς και τα άλλα αντίστοιχα κτίρια δεν είχε χρηστική σκοπιμότητα, δεν χρησιμοποιούνταν δηλαδή για να ανεβαίνει κανείς από αυτή στο κτίριο, αλλά καθαρά για λόγους προβολής του κτιρίου και τονισμού της μνημειακότητάς του. Η άνοδος στο κτίριο αντίθετα γινόταν με ιδιαίτερα σκαλοπάτια, τους αναβαθμούς, μπροστά στην είσοδο ή μέσω ενός κεκλιμένου επιπέδου, της αναβάθρας. Οι κίονες του στυλοβάτη πατούσαν συνήθως σε ολόκληρο λίθο και σπανιότερα σε δύο λίθους συγχρόνως. Χαρακτηριστικό στοιχείο της κρηπίδας ήταν η καμπυλότητά της, με τις επιφάνειες των αναβαθμών να παρουσιάζουν κυρτότητα στο μέσον περίπου της κάθε πλευράς. Η καμπυλότητα αυτή είναι πλήρως εντεταγμένη σε ένα γενικότερο πλαίσιο οπτικών αποκλίσεων από τους οριζόντιους και κάθετους άξονες.
Κιονοστοιχία
Επάνω στο στυλοβάτη των ναών, σε καθορισμένες θέσεις, στήνονται οι κίονες. Οι κίονες αποτελούνται από τρία μέρη: τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο. Βασική διαφορά μεταξύ του ιωνικού και του δωρικου ρυθμού είναι ότι ο ιωνικός κίονας έχει βάση, ενώ ο δωρικός δεν έχει με αποτέλεσμα να πατά κατευθείαν επάνω στο στυλοβάτη. Ο κορμός του κίονα υπάρχει περίπτωση να είναι μονολιθικός ή να αποτελείται από πολλά επιμέρους κομμάτια, τους σφονδύλους. Οι σφόνδυλοι προσαρμόζονταν προσεκτικά ο ένας επάνω στον άλλο με τη χρήση της λείανσης και της αναθύρωσης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η απόλυτη σταθερότητά τους, παράλληλα με τη χρήση γόμφων, με πόλο και εμπόλιο. Οι σφόνδυλοι τοποθετούνταν επάνω στον κίονα σε ημιτελή κατάσταση μαζί με τους αγκώνες, ενώ όταν έπρεπε να ραβδωθούν, οι ραβδώσεις παράγονταν στον κατώτερο σφόνδυλο και στο υποτραχύλιο του κιονοκράνου ώστε να μπορέσει με βάση αυτό να γίνει διαδοχικά η περαιτέρω επεξεργασία του κορμού. Χαρακτηριστικό στοιχείο του κορμού του κίονα ήταν η μείωση, η ελάττωση δηλαδή της διαμέτρου του από κάτω προς τα πάνω και η ένταση, η ελαφρά δηλαδή εξόγκωσή του ώστε οι γενέτειρές του να γίνονται ελαφρά κυρτές. Οι ραβδώσεις είναι κοίλης τομής. Στο δωρικό ρυθμό σχηματίζουν μεταξύ τους οξείες ακμές, ενώ στο δωρικό επίπεδες. Στους δωρικούς κίονες είναι συνήθως 20, ενώ η σημασία τους από μορφολογικής άποψης είναι σημαντικότατη, καθώς τονίζει το κυκλικό σχήμα του κίονα και δημιουργεί διαδοχικές φωτοσκιάσεις στα φέροντα μέλη.Το κιονόκρανο του κίονα, το στοιχείο αυτό που μεταβιβάζει τα υπερκείμενα φορτία στον κατακόρυφο κορμό, στους δωρικούς ναούς αποτελείται από τον άβακα, μία πλάκα τετράγωνη στο άνω μέρος, τον εχίνο σε σχήμα στερεού εκ περιστροφής με χαρακτηριστική καμπύλη διατομή και χαμηλότερα το υποτραχήλιο το οποίο χωρίζεται από τον κορμό του κίονα με τους δακτυλίους. Μεταξύ εχίνου και υποτραχηλίου βρίσκονται οι ιμάντες, από δύο μέχρι τέσσερις στον αριθμό. Αντίστοιχα στον ιωνικό ρυθμό έχουμε στους κίονες βάση και στα κιονόκρανα εχίνο, έλικες και άβακα, ενώ συχνά διαμορφώνεται και υποτραχήλιο. Οι πλάγιες πλευρές των ελίκων διαμορφώνονται με προσκεφάλαια. Τα κιονόκρανα γομφώνονται με τους κορμούς των κιόνων με τον τρόπο που συναρμόζονται και οι σφόνδυλοι. Σε αντίθεση με τους σφονδύλους τα κιονόκρανα κατά κύριο λόγο ήταν εντελώς επεξεργασμένα κατά την τοποθέτησή τους.
Ανωδομή
Επάνω από τους κίονες των κτιρίων αναπτύσσεται το επιστύλιο. Το αρχιτεκτονικό αυτό μέλος του κτιρίου δεχόταν το μεγαλύτερο βάρος και έμενε αδιακόσμητο. Για τη μείωση του βάρους τους, τα επιστύλια διαμορφώνονται με παράλληλα τοποθετημένες δοκούς κατά πλάτος με πλαϊνές μεταξύ τους αναθυρώσεις. Στις γωνίες οι άκρες των επιστυλίων συνάπτονται με συνδέσμους. Στους δωρικούς ναούς στο επάνω μέρος των επιστυλίων διαμορφώνεται μία συνεχής προς τα έξω ταινία, συνήθως με διακόσμηση γραπτού μαιάνδρου, ενώ κατά διαστήματα κάτω από την ταινία αναπτύσσονται μικρά ευθύγραμμα στοιχεία, οι κανόνες οι οποίοι έχουν πλάτος όσο και τα τρίγλυφα, ενώ κάτω από τους κανόνες κρέμονται έξι κουλουροκωνικά μικρότερα στοιχεία, οι σταγόνες. Η δωρική ζωφόρος που περιτρέχει όλο το κτίσμα επάνω από το επιστύλιο, αποτελείται από δύο εναλλασσόμενα μεταξύ τους μέλη, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Τα τρίγλυφα αποτελούνται από τρία κάθετα στοιχεία, τους μηρούς που χωρίζονται από δύο γλυφές, ενώ δύο ημιγλυφές σχηματίζονται στις άκρες δεξιά και αριστερά. Στο επάνω μέρος κάθε τριγλύφου αναπτύσσεται μία ταινία που εξέχει ελάχιστα, η κεφαλή. Οι μετόπες είναι αυτόνομες πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση και φέρουν επίσης ταινία που λέγεται κεφαλή. Το γείσοπρομόχθους, οι οποίες φέρουν επίσης σταγόνες. Οι πρόμοχθοι έχουν πλάτος όσο και τα τρίγλυφα, ενώ μία πρόμοχθος αντιστοιχεί σε κάθε τρίγλυφο και κάθε μετόπη. Ο αριθμός των σταγόνων σε κάθε πρόμοχθο φτάνει τις 18, από 6 προμόχθους σε 3 σειρές. Στο βάθος πίσω από τις προμόχθους αναπτύσσεται κυμάτιο ιωνικό ή λέσβιο. Αυτά τα στοιχεία της ανωδομής, το επιστύλιο, η ζωφόρος και το γείσο αποτελούν το λεγόμενο θριγκό του κτιρίου. προεξέχει σημαντικά επάνω από τη ζωφόρο για να προστατεύει τα υποκείμενα μέλη και έχει συνολικό ύψος περίπου το μισό του ύψους της ζωφόρου. Η άνω επιφάνεια του γείσου στις μακρές πλευρές παίρνει ενίοτε την κλίση της στέγης. Το γείσο αποτελείται από ένα συνεχές κατακόρυφο μέτωπο και στην κάτω επιφάνεια φέρει κεκλιμένες πλάκες, σχήματος ορθογωνίου, τιςΤο ιωνικό επιστύλιο επίσης διαμορφώνεται με τρεις οριζόντιες ταινίες. Ακολουθεί η ζωφόρος η οποία είναι συνεχής και διακοσμείται με γλυπτά. Το γείσο, απλούστερο δε φέρει προμόχθους και σταγόνες αλλά κατά περίπτωση διακοσμείται με σειρά οδόντων.
Πάνω από το οριζόντιο γείσο των προσόψεων διαμορφώνονται τα δύο τριγωνικά αετώματα, το βάθος των οποίων αποτελεί το λεγόμενο τύμπανο, ενώ οι κεκλιμένες πλευρές τους διαμορφώνονται με τα καταέτια γείσα, λίγο ψηλότερα από τα οποία βρίσκεται η σίμη η οποία εμποδίζει τα νερά της στέγης να υπερχειλίζουν προς την πλευρά των αετωμάτων. Τα αετώματα στο εσωτερικό τους φέρουν γλυπτικές συνθέσεις, ενώ στις τρεις γωνίες τους στολίζονται με τα ακρωτήρια.
Μερικά εργαστήρια διακοσμούσαν τους λίθους μετά την τοποθέτησή τους - in situ - ενώ κάποια άλλα τους τοποθετούσαν στην εντέλεια δουλεμένους. Εκτός πάντως από τις έδρες και τις επιφάνειες επαφής, τελείως επεξεργασμένες ήταν εκείνες οι επιφάνειες ή εκείνα τα τμήματα των οποίων η κατάλληλη επεξεργασία δεν μπορούσε να γίνει μετά την τοποθέτηση, όπως για παράδειγμα τα προφίλ των βάσεων. Αυτά λοιπόν τα τμήματα τοποθετούνταν τελειωμένα επάνω στο οικοδόμημα και περιτειχίζονταν με ωμόπλινθους ή επενδύονταν με ξύλο, ώστε να διασφαλίζονται από τα πιθανά χτυπήματα κατά τη διάρκεια των εργασιών της οικοδόμησης. Η τελική επεξεργασία των μεγάλων επιφανειών γινόταν με τη λεπτή, οδοντωτή σμίλη, ενώ σε κτίρια κλασικής εποχής ξέρουμε ότι οι επιφάνειες λειαίνονταν με μία λεπτή ράσπα ή σμιρίδα από μία ειδική ομάδα εργασίας. Σ' αυτή τη φάση γινόταν και η τελική αρχιτεκτονική διακόσμηση. Σε περίπτωση ατυχήματος ή αποκάλυψης κάποιου ελαττώματος, στο σημείο φθοράς τοποθετούνταν ένθετα κομμάτια με μικρούς γόμφους ή λεπτό ασβεστοκονίαμα.
Σηκός
Πίσω από το εξωτερικό πτερό του ναού διαμορφώνονταν το εσωτερικό του ναού, ο σηκός. Οι τοίχοι του σηκού έχουν και αυτοί υποθεμελιώσεις που καταλήγουν και αυτοί σε ευθυντηρία επάνω στην οποία πατά ο τοιχοβάτης, ισχυρή στρώση ανάλογη με τον στυλοβάτη, επάνω στον οποίο ανυψώνεται ο τοίχος. Στο κατώτερο μέρος των τοίχων των κλασικών χρόνων έχουμε τους ορθοστάτες, δύο μεγάλους λίθους λίγα χιλιοστά παχύτερους από τον κυρίως τοίχο. Οι τοίχοι διαμορφώνονται με βάση το ισόδομο σύστημα με παρεμβολή διατόνων λίθων που πιάνουν όλο το πάχος του τοίχου. Στα άκρα των τοίχων του σηκού διαμορφώνονται οι παραστάδες, μικρές διαπλατύνσεις των τοίχων προς το εσωτερικό, που επιστέφονται στο ύψος των κιονοκράνων με τα επίκρανα. Οι παραστάδες έχουν κορμό που ακολουθεί τη διαίρεση των δόμων των τοίχων, ενώ το επίκρανό τους δεν έχει σταθερή μορφή και διακοσμείται πάντα με κυμάτια.Για τη διαμόρφωση της οροφής του περιμετρικού πτερού όταν το άνοιγμα ήταν μικρό, απλές μονοκόμματες πλάκες εδραζόμενες στους θράνους γεφύρωναν το κενό και στέγαζαν το πτερό. Όταν όμως το άνοιγμα ήταν μεγαλύτερο παρεμβάλλονταν μαρμάρινες δοκοί οι οποίες πατούσαν επίσης στο θράνο και τα μεταξύ τους διαστήματα γεφυρώνονταν με τις πλάκες καλύψεως, τα λεγόμενα φατνώματα. Η στέγη των αρχαίων ναών ήταν κατά κύριο λόγο ξύλινη, με κεραμίδια πήλινα ή σε πιο ακριβές κατασκευές μαρμάρινα.
Στέγαση
Η κάλυψη των αρχαίων ναών ήταν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο. Οι οροφές ήταν αρχικά από ξύλο με δοκούς ορατές από κάτω επάνω στις οποίες καρφώνονταν σανίδες ή μικρότερες δοκίδες που άφηναν μεταξύ τους ορθογώνια κενά, τα οποία καλύπτονταν με σανίδες διαμορφώνοντας ορθογώνιες εσοχές, τα φατνώματα. Τα αρμοκάλυπτρα που τοποθετούνταν στη συμβολή δοκών και επικείμενων σανίδων πήραν τη μορφή ιωνικών κυματίων. Έτσι προέκυψε η μορφή της οροφής με δοκούς και φατνωματικές πλάκες που είναι ιδιαίτερα γνωστή από τις μαρμάρινες οροφές στα πτερώματα των ναών.Η κεράμωση των ναών είχε ως βασικό στόχο της την προστασία του κτιρίου από τα νερά της βροχής. Ήταν πάντοτε προσαρμοσμένη στο σχήμα της κάτοψης του κτιρίου και στις ανάγκες απορροής του νερού.
Η στέγη των αρχαίων ναών ήταν πάντοτε απλή δίρριχτη η οποία καλύπτονταν με ένα απλό σύστημα κεραμίδων στρωτήρων - καλυπτήρων χωρίς ειδικά προβλήματα.
Εικόνες
ΙΩΝΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ
1: τύμπανον
2: ακρωτήριο
3: γείσο καταέτιο
4: γείσο
7: ζωφόρος
13: επιστύλιο
14: κιονόκρανο
17: κίονας
18: αυλάκια
19: στυλοβάτης
20: κοχλίας
21: αστράγαλος
23: σπύρα
24: δακτύλιοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου