Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Οι τύποι των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου

Από τα τέλη του 2ου αι. άρχισαν να κτίζονται ιδιόκτητοι χριστιανικοί ναοί. Οι χριστιανοί εκμεταλλευόμενοι τον ρωμαϊκό νόμο για τις λεγόμενες «ταφικές εταιρείες», που τους έδινε το δικαίωμα να έχουν ιδιόκτητο χώρο συνάθροισης των μελών τους και κοιμητήριο, κατάφεραν να δημιουργήσουν τους πρώτους νόμιμους ναούς τους. Το σχήμα τους ήταν απλό, επίμηκες (βασιλικές), ή ήταν κυκλικά, περίκεντρα και οκταγωνικά κτήρια (κατ'απομίμηση των ειδωλολατρικών Ηρώων προς τιμή σημαντικών ανδρών)και κατά κανόνα ήταν στραμμένοι προς την ανατολή.


Βασιλική
Μετά το τέλος των διωγμών άρχισαν να κτίζονται μεγάλοι ναοί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πρόκειται για τις περίφημες παλαιοχριστιανικές βασιλικές, οι οποίες ήταν τεράστια ορθογώνια κτίρια, χωρισμένα εσωτερικά, με σειρές από κίονες, σε κλίτη, τα οποία κυριάρχησαν τον 4ο αι.  Τα κλίτη των βασιλικών ήταν τρία, πέντε, επτά, μέχρι και εννέα και χωρίζονταν με κίονες ή πεσσούς. Το μεσαίο κλίτος ήταν το πιο ευρύχωρο και το ψηλότερο.

Οι κίονες οι οποίοι χώριζαν τα κλίτη μεταξύ τους, δεν είχαν συνήθως ραβδώσεις και κατέληγαν σε περίτεχνα κορινθιακά κιονόκρανα. Πάνω από το βόρειο και νότιο κλίτος συχνά σχηματίζονταν υπερώα (ανωδομή ) τα οποία χρησιμοποιούνταν ως γυναικωνίτες. Οι τοίχοι καλύπτονταν από λεπτά και πολύχρωμα μάρμαρα (ορθομαρμάρωση) ενώ πάνω από αυτά υπήρχαν ψηφιδωτά. Στην ανατολική άκρη του μεσαίου κλίτους βρισκόταν το Ιερό Bήμα, το οποίο καταλάμβανε το ένα τρίτο του κυρίως ναού. Χωριζόταν αρχικά από τον υπόλοιπο ναό με χαμηλό ικρίωμα (χώρισμα) το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε στο τέμπλο όπως το γνωρίζουμε σήμερα.Στο κέντρο του βρισκόταν η Αγία Τράπεζα και πίσω της ο θρόνος του επισκόπου και το σύνθρονο ,ένα βαθμιδωτό σύνολο θέσεων για τους ιερουργούς . Από το Ιερό Βήμα υπήρχε πύλη, η οποία οδηγούσε προς την κρύπτη, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα των μαρτύρων.Μεταγενέστερη εξέλιξη της κρύπτης αποτελεί η τοποθέτηση ιερών λειψάνων στη βάση της Αγίας τράπεζας, συνήθεια που διαρκεί ως τις μέρες μας.
   Ο κυρίως ναός ήταν ο χώρος των πιστών.Στο μέσο βρισκόταν ο άμβωνας, από τον οποίο διαβάζονταν τα αναγνώσματα και γινόταν το κήρυγμα. Ο δυτικός χώρος πριν τον κυρίως ναό ονομαζόταν νάρθηκας και εκεί στέκονταν οι κατηχούμενοι. Βόρεια του νάρθηκα υπήρχε το βαπτιστήριο, όπου υπήρχε σταυρωειδής δεξαμενή για το βάπτισμα, και νότια το διακονικό. Τέλος στον εξωτερικό χώρο, πριν το νάρθηκα, υπήρχε το αίθριο στο οποίο γίνονταν ορισμένες υπαίθριες τελετές. Εκεί υπήρχε δεξαμενή με νερό, όπου καθαριζόταν το ιερατείο και ο λαός.
   Η διακόσμηση των βασιλικών ήταν ανάλογη με την επιβλητικότητα και τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων αυτών. Τα πάμπολλα μνημεία που μας έχουν διασωθεί, (Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, Αχειροποίητος, Ραβέννα, Άγιος Απολλινάριος ο νέος κλπ.) δίνουν σαφή εικόνα για την λαμπρότητα αυτών. Εντυπωσιακά είναι τα ψηφιδωτά των τοίχων και των δαπέδων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα υπέροχα ψηφιδωτά της Ραβέννας και της Θεσσαλονίκης.
Ως προς την τυπολογία της βασιλικής μπορούμε να παρατηρήσουμε 2 τύπους. Την ελληνιστικού τύπου  ξυλόστεγη βασιλική και την ανατολικού τύπου καμαροσκέπαστη βασιλική. Η ελληνιστική βασιλική είχε δίρριχτη ξυλόστεγη στέγη, η οποία στο μεσαίο κλίτος υπερυψωνόταν δημιουργώντας μέσω των παραθύρων, που τοποθετούνταν στο υπερυψωμένο σημείο, ένα είδος φωταγωγού. Στην ανατολικού τύπου βασιλική τα κλίτη καλύπτονταν από ισοϋψείς ημικυλινδρικές καμάρες παράλληλες στον κατά μήκος άξονα.


Περίκεντρα ή ροτόντα

Mια ιδιαίτερη κατηγορία ναών υπήρξαν τα περίκεντρα, δηλαδή  κυκλικά, πολυγωνικά,   τρίκογχα ή τετράκογχα  κτήρια, ελεύθερα ή εγγεγραμμένα σε τετράγωνο ή  σε πολυγωνικό σχήμα. Ήταν οικοδομήματα που  χαρακτηρίζονται από μία ομοιόμορφη διάταξη γύρω από ένα κέντρο, και τα οποία είχαν ως πρότυπο τα αντίστοιχα της ρωμαϊκής εποχής, που  χρησιμοποιήθηκαν ως ναοί ή ταφικά μνημεία. Αρκετά ρωμαϊκά οικοδομήματα μάλιστα, αργότερα  μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς ή Βαπτιστήρια, όπως για παράδειγμα συνέβη με το Μνημείο του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη.

Ο ναός του Αγίου Σέργιου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη



Ο ναός είναι κτίσμα του Ιουστινιανού. Ο ναός αυτός μνημονεύεται στο βίο του Αγίου Θεοφάνη, κλεισμένου «εν τη μονή Ορμίσδου, Σεργίου και Βάκχου, τη παρακειμένη τω παλατίω». Στην μονή αυτή εχρημάτισε ηγούμενος ο εικονομάχος πατριάρχης Ιγνάτιος επί της βασιλείας του Μιχαήλ γιου του Θεόφιλου, τον οποίο ο Κεδρηνός καλεί «δράκοντα εν εκκλησία φωλεύσαντα». Ηγούμενος της μονής αυτής ήταν και ο Μεθόδιος, ο πατριαρχεύσας επί της αναστηλώσεως των εικόνων. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δουκάγγιου, φαίνεται ότι στην εκκλησία αυτή λειτούργησαν οι πρεσβευτές του Πάπα. Ο Πάπας Βιγίλιος, ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, και φοβούμενος την οργή του Ιουστινιανού, διότι αφόρισε τον πατριάρχη Μηνά, κατέφυγε εν είδη ασύλου στην μονή αυτή. Η μονή όμως δεν είχε παραχωρηθεί ποτέ στους Λατίνους, απλά τους επέτρεπαν την λειτουργία. Στον ναό αυτό εκκλησιάζονταν ο βασιλέας μετά πομπής την τρίτη ημέρα της Διακαινησίμου. Ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος, λίγα έτη μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, από κάποιον Αγά ονόματι Χουσεΐν, τον οποίον αποκεφάλισε ο Σουλτάν Βεϊεζήδ, γιος του κατακτητή. Το όνομα του τζαμιού είναι Κιουτσούκ Αγιασοφιά μεταφράζεται ως Μικρή Αγία Σοφία).
Η αρχιτεκτονική μορφή του ναού

Η κάτοψη του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου είναι εξωτερικά ορθογώνια και εσωτερικά οκταγωνική, ενώ ο ναός καλύπτεται με μεγάλο τρούλο. Ως προς την αρχιτεκτονική του, θυμίζει τρεις άλλους ναούς που επίσης κατασκευάστηκαν την Ιουστινιάνεια περίοδο:  τον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβέννα, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έβδομον (το σημερινό Bakirköy, περιοχή της Κωνσταντινούπολης) και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ του Ανάπλου (στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, το σημερινό Arnavutköy).
Ο τρουλαίος οκταγωνικός σηκός περιβάλλεται στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά από συνεχές 
διώροφο περίστωο. Ο τρούλος, ο οποίος αποτελείται από δεκαέξι πλευρές με οκτώ παράθυρα, βαίνει σε οκτώ ευρέα τόξα που στηρίζονται σε οκτώ ογκώδεις πεσσούς, οι οποίοι σχηματίζουν ένα οκτάγωνο. Τα διαστήματα μεταξύ των πεσσών καταλαμβάνονται από είκοσι οκτώ μαρμάρινους κίονες, από δύο σε κάθε «πλευρά» του οκταγώνου –με εξαίρεση το χώρο του ιερού–, διατεταγμένους στους δύο ορόφους. Οι κίονες του υπερώου ενώνονται με μικρές αψίδες, ενώ αυτοί του ισογείου με επιστύλιο. Οι κίονες στις τέσσερις γωνίες του ναού είναι έτσι τοποθετημένοι ώστε να διαμορφώνουν τις ημικυκλικές κόγχες που στέφονται με ημιθόλια στο επίπεδο των υπερώων. Στα δυτικά, το περίστωο συναντά το διώροφο νάρθηκα, που χωρίζεται μόνο από μια σειρά κιόνων και πεσσών. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ο νάρθηκας είναι μεταγενέστερη προσθήκη (πιθανότατα όμως χρονολογείται κι αυτός στον 6ο αιώνα, κρίνοντας από την αμιγή οπτοπλινθοδομή).
Αρχικά υπήρχαν τριπλά τοξωτά παράθυρα για το φωτισμό του περιστώου και του υπερώου. Μόνο το χαμηλότερο τριπλό παράθυρο στη μέση του νότιου τοίχου του ναού σώζεται ακόμα σχεδόν άθικτο. Οι κίονές του δείχνουν ότι κάποτε τα παράθυρα είχαν προσαρτημένα πλαίσια. Οι κίονες και τα κιονόκρανα του νότιου ανώτερου παραθύρου αντικαταστάθηκαν στη Βυζαντινή περίοδο, αλλά η αρχική όψη εκείνου του τμήματος του υπερώου δεν έχει αλλάξει πολύ από τον 6ο αιώνα (όμως, έχει υποστεί σοβαρές αλλαγές η εξωτερική όψη της νότιας πλευράς). Από την άλλη, τα τριπλά παράθυρα στο βόρειο τοίχο έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Το ανώτερο βόρειο τριπλό παράθυρο δεν είναι πλέον ορατό από το εσωτερικό της εκκλησίας αλλά τα κατάλοιπά του διακρίνονται ακόμα στην εξωτερική όψη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί μέχρι πρόσφατα για το χαμηλότερο βόρειο τριπλό παράθυρο. Εντούτοις, οι εργασίες αναστήλωσης του κτηρίου, που ολοκληρώθηκαν το 2006, αποκάλυψαν τμήματα κιόνων που ανήκουν σε αυτό. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω εργασιών αναστήλωσης, ένα μαρμάρινο δάπεδο της Βυζαντινής περιόδου βρέθηκε στη νοτιοανατολική γωνία του ναού. Αποφασίστηκε να είναι ορατό για τους επισκέπτες και καλύπτεται μόνο με γυαλί.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η νότια πλευρά της εκκλησίας υπέστη ριζικές αλλαγές στη Βυζαντινή περίοδο. Η νότια πλευρά του κτηρίου αποτελείται από δύο παράλληλους τοίχους που συνδέονται μεταξύ τους. Ο εσωτερικός τοίχος ανήκει στον αρχικό ιουστινιάνειο ναό. Ο εξωτερικός τοίχος, μέρος του οποίου είναι οι ογκώδεις αντηρίδες που συνδέουν τους δύο νότιους τοίχους, χτίστηκε αργότερα από το κύριο σώμα του ναού, ενδεχομένως μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα, κρίνοντας από την τοιχοδομία (από εναλλασσόμενες ζώνες οπτοπλίνθων και λίθων, ενώ ο ιουστινιάνειος ναός έχει καθαρή οπτοπλινθοδομή). Η πρόσοψη διαρθρώνεται με τρεις ευρείες πλίνθινες αψίδες στο επίπεδο του ισογείου (αρχικά αποτελούσαν τμήμα μιας τοξοστοιχίας που σήμερα είναι κλεισμένη), πάνω από τις οποίες υψώνονται κεντροθετημένες μικρότερες αψίδες στο επίπεδο των υπερώων (από αυτές σώζονται μόνο αποσπασματικά κατάλοιπα). Ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου επισκευάστηκε από το Βασίλειο Α΄ (867-886) (πιθανότατα μετά το σεισμό του 869) και μπορεί να υποτεθεί ότι ο νότιος εξωτερικός τοίχος χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.
                     
                                                      Τρισδιάσταστη Αποκατάσταση 

                                                  Κάτοψη του ναού



Αρχιτεκτονική σύντηξη του οκτάγωνου με τον βασιλικό ρυθμό. Άποψη του εσωτερικού από την βορειοδυτική γωνία.